- φυλαχτάρι
- τοφυλαχτό (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυλαχτάρι — το, Ν το φυλαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλαχτό + κατάλ. άρι (πρβλ. κεφαλ άρι, κρεμαστ άρι)] … Dictionary of Greek
φυλαχτό — το αντικείμενο για το οποίο πιστεύεται ότι προφυλάγει τον κάτοχό του από κινδύνους και συμφορές, φυλαχτάρι, χαϊμαλί, φετίχ, μασκότ: Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω για την κάθε λύπη, καθετί κακό,... μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό (Γ. Δροσίνης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)